- ὀφρύην
- ὀφρύηfem acc sg (attic epic ionic)ὀφρυάωto have ridgesimperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ὀφρυάωto have ridgesimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπαίος — λεπαῑος, αία, ον (Α) [λέπας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», Ευρ.) 2. βραχώδης, πετρώδης … Dictionary of Greek